-
1 οδοί
οὐδός 1threshold: masc nom /voc pl (attic)——————ὁδός 1way: masc nom /voc plὁδός 2way: fem nom /voc plὁδόωlead by the right way: pres subj mp 2nd sgὁδόωlead by the right way: pres ind mp 2nd sgὁδόωlead by the right way: pres subj act 3rd sg -
2 οδοι-
-
3 ὀδοί
Βλ. λ. οδοί -
4 ὁδοί
Βλ. λ. οδοί -
5 ὁδοὶ
путиὁδοίΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁδοὶ
-
6 ὁδοί
путиὁδοὶΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁδοί
-
7 ὁδοι-πόριος
ὁδοι-πόριος, die Reise betreffend; ὔμμιν ὁδοιπόριον παραϑείμην, δαῖτ' ἀγαϑήν, Reiselohn, den die Schiffer nach der Fahrt erhalten sollen, Od. 15, 506; nach Eustath. auch Reisevorrath von Lebensmitteln.
-
8 ὁδοι-πόρος
ὁδοι-πόρος, einen Weg machend, reisend, der Reisende; Il. 24, 375, ὅς μοι τοιόνδ' ἧκεν ὁδοιπόρον, ist es = Reisegefährte od. Wegweiser; ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος, Aesch. Ag. 901; Soph. O. R. 292; Ar. Ach. 205; Sp., auch in Prosa, wie Plut. Ant. 62 Luc. Iov. conf. 16.
-
9 ὁδοι-πορικός
ὁδοι-πορικός, ή, όν, zur Wanderung, Reise gehörig; ἐσϑῆτες, Reisekleider, Pol. 31, 22, 6; βιβλίον, Reisebeschreibung. – Adv. ὁδοιπορικῶς, Plut. Arat. 21.
-
10 ὁδοι-πορεία
ὁδοι-πορεία, ἡ, = ὁδοιπορία, N. T.
-
11 ὁδοι-πορέω
ὁδοι-πορέω, wandern; absol., Soph. O. R. 801 O. C. 99, u. übertr., ὑψήλ' ἐκόμπεις κἀπ' ἄκρων ὁδοιπόρεις, Ai. 1209; c. acc., ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τί τούςδε τοὺς τόπ ους; Soph. O. R. 1027, durchwandern; εἰς τὴν οἰκεομένην, Her. 4, 110; ὁδοιπόρεον ὁδόν, 4, 116; bei Sp., ὁδόν Luc. Hermot. 30.
-
12 ὁδοι-πορία
ὁδοι-πορία, ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσϑαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).
-
13 ὁδοι-ποιέω
ὁδοι-ποιέω, = ὁδοποιέω, zw.
-
14 ὁδοι-πλανέω
ὁδοι-πλανέω, umherirren; διὰ τῶν πεδίων ὁδοιπλανοῠντες, Ar. Ach. 69; ὁδοιπλανάω ist falsche Form, s. Lob. Phryn. 630.
-
15 ὁδοι-πλανία
ὁδοι-πλανία, ἡ, das Umherirren auf den Wegen, Sp.
-
16 ὁδοι-πλανής
ὁδοι-πλανής, ές, umherirrend auf den Straßen, bei Barbucall. 10 (IX, 427) dem ἁλιπλανής entgegengesetzt.
-
17 ὁδοι-δόκος
ὁδοι-δόκος, ὁ, der Wegeauflauerer, Räuber; Pol. 13, 8, 2; Ath. V, 214 b; vgl. Lob. Phryn. 647.
-
18 ὁδοι-δοκέω
ὁδοι-δοκέω, an den Wegen auflauern, ein Räuber sein, VLL.
-
19 προ-οδοι-πόρος
προ-οδοι-πόρος, voraus wandernd, Hesych.
-
20 προ-οδοι-πορέω
προ-οδοι-πορέω, vorher wandern, Luc. Hermot. 27.
См. также в других словарях:
ὀδοί — οὐδός 1 threshold masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητήριοι οδοί — Οι οδοί που δημιουργούνται στον νωτιαίο μυελό από τα νευρικά κύτταρα, τα οποία δέχονται και μεταβιβάζουν σήματα από διάφορα αισθητήρια όργανα και δέκτες. Ερεθίσματα από σωματικούς δέκτες μπαίνουν στον νωτιαίο μυελό μέσω των ραχιαίων ριζών των… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция … Википедия
Ennea Hodoi — (auch Enneahodoi, griechisch feminin Ἐννέα ὁδοί = Neun Wege) ist ein antike griechische Siedlung und Gegend in Thrakien, wo 437 v. Chr. von den Athenern Amphipolis gegründet wurde.[1] Die Bewohner von Ennea Hodoi kontrollierten das Tal des… … Deutsch Wikipedia
BARDI — I. BARDI apud Celtas et Britannos Poerae erant, qui fortia clarorum virorum facta versibus Heroicis celebrabant, dulcibusque lyrae melodiis ad exhilarandos in conviviis virorum animos, decantabant. Unde Lucanus, l. 1. v. 447. Vos quoque qui… … Hofmann J. Lexicon universale
καθοδοιπορώ — καθοδοιπορῶ, έω (Α) (επιτατ. τού οδοιπορώ) οδοιπορώ με κόπο ή επί πολύ χρόνο ή συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁδοι πορῶ (< ὁδοι πόρος)] … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek